Πόσο «όμορφο» μπορεί να είναι ένα μπάσκετ που σε αφήνει, τέσσερα χρόνια σερί, όμορφα και ταπεινά στην πόρτα της επιτυχίας; Αν ρωτήσεις τον Γιώργο Μπαρτζώκα και τους υποστηρικτές του, είναι πολύ όμορφο. Αν ρωτήσεις τους οπαδούς του Ολυμπιακού που έχουν σκάσει ένα σκασμό λεφτά για να ταξιδεύουν κάθε χρόνο στα Final 4 για να δουν την ίδια ακριβώς κατάληξη, η απάντηση μάλλον περιλαμβάνει λέξεις που δεν γράφονται.
Τι κι αν έχεις το πιο «ομαδικό», «συνειδητοποιημένο» και «συνεπές» μπάσκετ της Ευρωλίγκας στην κανονική περίοδο; Αν κάθε Μάιο φεύγεις από τη γιορτή σαν τον συγγενή που έφτασε στην εκκλησία αφού έφυγε η νύφη, κάτι κάνεις λάθος. Και δεν το λέμε εμείς. Το λένε τα αποτελέσματα.
Ο Ολυμπιακός χρειάζεται αναδόμηση – όχι από τα θεμέλια, αλλά σίγουρα από τους… ενοίκους. Ορισμένοι παίκτες έχουν ξεκάθαρα εκπνεύσει, σαν ανοιγμένο αναψυκτικό στο ψυγείο: βλέπε Φαλ και ΜακΚίσικ. Ο Γκος θυμίζει εκείνον τον μαθητή που στις πρόβες γράφει άριστα, αλλά στην εξέταση… χάνεται στο πρώτο SOS. Και οι Πίτερς-Μιλουτίνοφ; Καλοί, χρήσιμοι, αλλά αξιοποιημένοι όσο ένα κλιματιστικό στον Βόρειο Πόλο.
Ο Βιλντόσα μοιάζει να πέρασε απλά για να δει το ΣΕΦ από κοντά και ο Ράιτ είναι τρίτος σέντερ μόνο επειδή… δεν υπάρχει τέταρτος. Ευτυχώς που υπάρχει και η τριάδα των ανέγγιχτων – Φουρνιέ, Βεζένκοφ, Γουόκαπ – με τον Παπανικολάου να επιβιώνει από συνήθεια και τον Λαρεντζάκη να παίζει με περισσότερο πάθος απ’ ό,τι βλέπεις γενικά στο ρόστερ.
Ο Ολυμπιακός έχει φτάσει στο σημείο που πας να φτιάξεις ριζότο με ρύζι τριών ημερών και περιμένεις γκουρμέ αποτέλεσμα. Spoiler alert: δεν γίνεται.
Ο Μπαρτζώκας, ο πολυτραγουδισμένος, ο φιλόσοφος, ο σκακιστής του παρκέ, δείχνει πλέον εγκλωβισμένος στην ίδια του τη θεωρία. Κάθε χρόνο ποντάρει στη συνέπεια και στην «καλή χημεία», κάθε χρόνο βγαίνει στον ημιτελικό λες και του έκοψαν το wifi. Ομάδα που πάει στα Final 4 και παίζει σαν να είναι preseason, κάτι δεν πάει καλά.
Φέτος, η αποτυχία ήταν γεωμετρικά πλήρης: όχι μόνο δεν διεκδίκησες, αλλά εμφανίστηκες ανέτοιμος, αγχωμένος, άνευρος. Η δικαιολογία περί «μιας βραδιάς» έχει πια κουράσει. Αν παίζεις τέσσερις τέτοιες βραδιές και τις χάνεις όλες, μάλλον δεν φταίει το φεγγάρι. Φταίει η συνταγή.
Το μεγάλο ερώτημα, φυσικά, είναι τι γίνεται από εδώ και πέρα. Θα συνεχίσει ο Μπαρτζώκας; Και αν ναι, θα επιμείνει στο ίδιο μοντέλο ή θα δοκιμάσει να φτιάξει μια ομάδα που να μην παίζει απλώς ωραία, αλλά να μπορεί να νικάει όταν καίει η μπάλα;
Και γιατί, αλήθεια, πρέπει να είναι τόσο δύσκολο να αποκτήσεις παίκτες με ηγετικά χαρακτηριστικά; Μήπως τελικά χρειάζεσαι λιγότερους ρολίστες-στρατιώτες και περισσότερους πρωταγωνιστές με εγωισμό; Μήπως χρειάζεσαι… λίγη τρέλα; Ή έστω, κάποιον που όταν βλέπει το Final 4 να μην παθαίνει blackout;
Και μια ιδέα: Αν ο Σπανούλης είναι η απάντηση; Ναι, καλά κατάλαβες. Ο μοναδικός που αυτή τη στιγμή θα μπορούσε να μπει στο ΣΕΦ και να φέρει ρεύμα είναι… ο Σπανούλης. Ο άνθρωπος που ξέρει τι σημαίνει “must win”, γιατί το έζησε, όχι το θεωρητικοποίησε. Μπορεί να μην έχει την εμπειρία, αλλά έχει κάτι άλλο: το DNA της νίκης.
Και όταν οι θεωρίες περί «φιλοσοφίας» αποτυγχάνουν ξανά και ξανά, ίσως είναι ώρα να δοκιμάσεις κάτι λιγότερο… θεωρητικό και περισσότερο βαλκανικά μπασκετικό.
Ο Ολυμπιακός δεν χρειάζεται άλλο “ωραίο μπάσκετ”. Χρειάζεται ωμές νίκες.
Όποιος δεν το βλέπει αυτό, είτε φοράει παρωπίδες, είτε έχει βολευτεί στο ρόλο του αιώνιου “σχεδόν”. Κι αν το καλοκαίρι δεν φέρει ανατροπές, ετοιμαστείτε για ένα πέμπτο Final 4… όπου θα παίζουμε πάλι όμορφα. Μέχρι να χάσουμε.


