Και όμως, δεν είναι σενάριο από κακό σίριαλ. Είναι η πραγματικότητα του ελληνικού μπάσκετ. Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος, ο άνθρωπος που συστηματικά προκαλεί, χειρονομεί, βρίζει, απειλεί και μετατρέπει τα ντέρμπι σε ριάλιτι κακής αισθητικής, πλέον βρίσκεται αντιμέτωπος με τον νόμο.
Η Υποδιεύθυνση Αντιμετώπισης Βίας σε Αθλητικούς Χώρους, υπό την καθοδήγηση της Διεύθυνσης Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος, ξεκίνησε αναζητήσεις για να συλλάβει – στο πλαίσιο του αυτοφώρου – τον ιδιοκτήτη της ΚΑΕ Παναθηναϊκός. Ο λόγος; Οι χειρονομίες του, οι ύβρεις του και η εμπρηστική του παρουσία στον δεύτερο τελικό της Basket League στο ΣΕΦ. Κοινώς: όσα κάνει εδώ και χρόνια, ανενόχλητος.
Οι Αγγελόπουλοι, κουρασμένοι πια από την παρωδία που ζουν οι ίδιοι και οι φίλοι του Ολυμπιακού κάθε φορά που ο Παναθηναϊκός εμφανίζεται στο παρκέ, κινήθηκαν νομικά. Υπέβαλαν μήνυση για εξύβριση, δημόσιες προσβολές και για παραβίαση του νόμου περί αθλητικής βίας, βάσει των οποίων ξεκίνησε η διαδικασία του αυτοφώρου. Και κάπου εδώ, το έργο αποκτά… θρίλερ διάσταση.
Γιατί η αστυνομία έχει ήδη «περάσει» από την κύρια κατοικία του Γιαννακόπουλου, τα γραφεία των επιχειρήσεών του, ακόμα και το εξοχικό του, χωρίς να καταφέρει να τον εντοπίσει. Κοινώς, ο γνωστός «σκληρός» του Instagram φαίνεται πως δεν είναι και τόσο εύκολο να αντιμετωπίσει τις ευθύνες του face to face.
Και εδώ προκύπτουν ερωτήματα. Όταν ένας απλός φίλαθλος έκανε αντίστοιχες χειρονομίες, δεν του περάσανε χειροπέδες σε λιγότερο από 24 ώρες; Όταν ένας παίκτης ύψωσε τον τόνο της φωνής του, δεν έπεσε η «καμπάνα» με συνοπτικές διαδικασίες; Πώς γίνεται κάποιος που λέει ότι είναι “παράγοντας” να αντιμετωπίζεται με μεγαλύτερη ανοχή;
Η αλήθεια είναι ότι όλα αυτά δεν θα έπρεπε να μας σοκάρουν. Για χρόνια, ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος έχει χτίσει έναν ρόλο όπου θεωρεί τον εαυτό του υπεράνω θεσμών. Με social media live, “μπλουζάκια”, εμετικές αναρτήσεις και εμετικότερες δηλώσεις. Σήμερα, όμως, η πραγματικότητα του χτυπάει την πόρτα. Ή τουλάχιστον, η αστυνομία.
Αν τελικά εντοπιστεί και συλληφθεί, θα πρόκειται για μια νίκη του αυτονόητου. Αν όχι, θα είναι άλλη μία επιβεβαίωση ότι ο ελληνικός αθλητισμός είναι όμηρος – όχι του ανταγωνισμού – αλλά της ατιμωρησίας.