Στο κλειστό της Γλυφάδας, ο Βασίλης Ξανθόπουλος είπε το δικό του «αντίο» στα παρκέ, βάζοντας τελεία σε μια καριέρα που, χωρίς να κυνηγήσει ποτέ τα φώτα, κατάφερε να μείνει αναλλοίωτη στον χρόνο. Στα 41 του, ο «μαέστρος» του ελληνικού μπάσκετ αποχωρεί γεμάτος – από εμπειρίες, από πάσες, από ήθος.
Το φινάλε γράφτηκε στο ματς του Πανιωνίου με το Περιστέρι, με τις δύο ομάδες να αντιπροσωπεύουν απόλυτα την καριέρα του, σύλλογοι με μπασκετικό DNA, σύλλογοι που επένδυσαν στην αξία της σταθερότητας και της προσωπικότητας. Και ο Ξανθόπουλος τα είχε και τα δύο.
Δεν ήταν ο flashy τύπος. Δεν ήταν ο σκόρερ-καταιγίδα. Ήταν όμως ο παίκτης που ήξερες τι θα σου δώσει, που δεν θα σου δημιουργήσει πρόβλημα αλλά θα σου λύσει πολλά. Ο ορισμός του ρολίστα που κάνει τη διαφορά όταν χρειάζεται. Ένας πλέι μέικερ «παλαιάς κοπής», με σπάνια αντίληψη του παιχνιδιού και φανταστική αίσθηση του ρυθμού. Ένα σπάνιο είδος πια στο σύγχρονο μπάσκετ.
Η καριέρα του πέρασε από Ολυμπιακό, Νήαρ Ηστ, Παναθηναϊκό, Πανιώνιο, Πανελλήνιο, την ισπανική Ομπραντόιρο, Άρη, ΑΕΚ, Περιστέρι και Κολοσσό. Παντού, ο Ξανθόπουλος ήταν αυτός που δεν έκανε φασαρία, αλλά όλοι ήξεραν πως αν τον έχεις δίπλα σου, μπορείς να πας μπροστά. Έπαιξε για τίτλους, αγωνίστηκε στην Ευρώπη, βοήθησε νέους παίκτες, κράτησε ομάδες όρθιες.
Αποχωρεί με σεβασμό από όλους και με ένα τεράστιο «ευχαριστώ» από τον κόσμο του ελληνικού μπάσκετ. Γιατί μπορεί να μην ήταν ο πιο προβεβλημένος, αλλά ήταν ένας από τους πιο σταθερούς, τίμιους και διαχρονικούς παίκτες της γενιάς του.
Καλή συνέχεια, Βασίλη. Το παιχνίδι σου –ακόμη κι όταν δεν φαινόταν– το καταλάβαιναν όλοι όσοι ξέρουν τι σημαίνει πραγματικό μπάσκετ.